Ήμουν μόλις 13 χρονών όταν οι Γερμανοί μπήκαν στον Αμπελώνα. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα σαν να ήταν χθες. Ήταν μια ήσυχη, κανονική μέρα. Εγώ και οι φίλοι μου παίζαμε στην πλατεία του χωριού, χωρίς να φανταζόμαστε τι θα συνέβαινε σε λίγη ώρα. Ξαφνικά, ένας Αμπελωνίτης που μιλούσε με τους Γερμανούς ανέβασε τη σημαία του Χίτλερ στο μπαλκόνι του και περίμενε τους στρατιώτες. Μια αίσθηση φόβου και μουδιάσματος κυρίευσε όλο το χωριό.
Ένας κύριος που έτρεχε προς τα μας φώναξε τότε: «Οι Γερμανοί περνάνε το ποτάμι στον Μαυρόλιθο με τανκς και οχήματα! Έρχονται!». Κι εμείς, μικρά παιδιά, δεν ξέραμε αν θα έπρεπε να τρέξουμε ή να μείνουμε. Λίγο αργότερα, οι στρατιώτες εμφανίστηκαν στην πλατεία. Ο κόσμος μαζεύτηκε, χειροκροτούσε, χαμογελούσε, αλλά μέσα μας όλοι είχαμε τρόμο. Κάποιος ύψωσε τη σημαία του Χίτλερ στην πλατεία, κι εκείνοι κάθισαν λίγο, πριν φύγουν για τη Λάρισα.
Στο χωριό μας, ευτυχώς, οι Γερμανοί δεν πείραξαν κανέναν. Η ζωή συνέχισε, αν και ο φόβος ήταν πάντα εκεί, κρυμμένος σε κάθε βλέμμα.
Μερικά γεγονότα όμως με σημάδεψαν για πάντα. Θυμάμαι καθαρά τις 23 Φεβρουαρίου 1944, όταν οι αντάρτες του Τάγματος Μηχανικού Ολύμπου που εκεί ήταν και ο αδελφος μου, ανατίναξαν την αμαξοστοιχία στα Τέμπη και σκότωσαν 450 Γερμανούς. Ήταν κάτι που όλοι συζητούσαν με δέος και τρόμο.
Αργότερα, το καλοκαίρι, οι Γερμανοί από τον Βρυότοπο πήγαν να κάνουν μπάνιο στον Ξηριά κοντά στο χωριό Ροδιά. Οι αντάρτες τους παρακολουθούσαν μέρες και μια μέρα τους αιφνιδίασαν. Το ποτάμι βάφτηκε κόκκινο, και μόνο ένας Γερμανός επέζησε και γύρισε να ενημερώσει τους υπόλοιπους. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί έκαψαν τη Ροδιά και τα Δελέρια.
Λίγες μέρες αργότερα, με εντολή Γερμανού διοικητή με βάση τον Βρυότοπο, ξεκίνησαν εκστρατεία στα χωριά του Ολύμπου. Πέρασαν από το Άνω Αργυρόπουλι, τη Σκαμνιά και την Πουλιάνα, τα έκαψαν όλα και λεηλάτησαν και την Καρυά. Ο κόσμος εγκατέλειψε τα χωριά και κρύφτηκε στο δάσος, ενώ οι περισσότεροι ανέβηκαν στο Μπεχτέσι, ψηλά στον Όλυμπο.
Λίγες μέρες μετά, καθώς οι Γερμανοί επέστρεφαν στις βάσεις τους στον Βρυότοπο και τον Αμπελώνα, σταμάτησαν στη μεγάλη μπάρα στο Τσακίρι, στο Άνω Αργυρόπουλι. Εκεί, λόγω της ζέστης, έκαναν μπάνιο. Οι αντάρτες κρυμμένοι μέσα στα πουρνάρια τους αιφνιδίασαν και σκότωσαν πολλούς Γερμανούς. Εμείς, μικρά παιδιά, ακούσαμε το σκηνικο και τρομάξαμε πολύ, αλλά δόξα τω Θεώ δεν μας πείραξαν – οι Αμπελωνίτες ήμασταν πολλοί φιλόξενοι και αυτό τους ικανοποίησε.
Όμως η μεγαλύτερη χαρά ήρθε όταν έφυγαν βράδυ οι Γερμανοί από το χωριό μας. Χτυπήσαμε τις καμπάνες, μαζευτήκαμε στην πλατεία, και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη – κάτι που δεν ξαναζήσαμε ποτέ. Ήταν η στιγμή που ένιωσα περήφανος για την πατρίδα μας και το χωριό μας, για τον λαό που τόλμησε να αντέξει και να ελπίζει.
Όλα όσα περιγράφονται παραπάνω είναι αληθινά γεγονότα, όπως τα αφηγήθηκε ο ίδιος ο Άγγελος Κατσάνης από τον Αμπελώνα, σε συνέντευξη που καταγράφηκε σε βίντεο στις 28 Οκτωβρίου 2015 και είναι διαθέσιμη στο YouTube.
📰 Ειδήσεις από Τύρναβο, Αμπελώνα και Νομό Λάρισας
Η καθημερινή σας ενημέρωση με αξιοπιστία και τοπικό ενδιαφέρον.

